Κράθις — Κράθῑς , Κράθις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Κράθις fem nom sg Κράθις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφύρω — Α 1. (για τη θάλασσα) φουσκώνω, αναταράζομαι υπόκωφα, χωρίς να σπάνε τα κύματα (α. «ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ», Ομ. Ιλ. β. «ὑπὸ στείρῃσι θάλασσα πορφύρει», Άρατ. γ. «δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για… … Dictionary of Greek
Αροάνια ή Χελμός — Ορεινό συγκρότημα (2.341 μ., Ψηλή Κορυφή) της ΒΔ Πελοποννήσου. Είναι το μεσαίο από τα τρία ορεινά συγκροτήματα που δεσπόζουν στη βόρεια Πελοπόννησο, με το Παναχαϊκό στα Δ και τη Ζήρια στα Α. Πιο συγκεκριμένα, τα Α ξεκινούν από την Αιγιαλεία,… … Dictionary of Greek